- εκλειαίνω
- (AM ἐκλειαίνωΑ και ἐκλεαίνω)1. κάνω κάτι λείο ή ομαλό2. στιλβώνω, γυαλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκλεαίνω — βλ. εκλειαίνω … Dictionary of Greek
συνεκλεαίνω — Α καθιστώ λείο, εξομαλύνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλεαίνω / ἐκλειαίνω «κάνω κάτι λείο, εξομαλύνω»] … Dictionary of Greek